- διωγμῷ
- διωγμόςthe chasemasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διωγμῶι — διωγμῷ , διωγμός the chase masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοχωρητικός — ή, όν, Μ [στενοχωρῶ] 1. αυτός που επιφέρει στενοχώρια 2. στενοχωρημένος 3. (κατ επέκτ.) δυσάρεστος («συνίημι βίον ἕλκειν σε στενοχωρητικὸν ἐν τῷ παρόντι διωγμῷ», Στουδ. Θεόδ.) 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ στενοχωρητικόν στενοχώρια, θλίψη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek